ιδανικό
Προφορά
Ετυμολογία
ιδανικό μεταγενέστερη ελληνική ἰδανικόν, └ουδ┘ του επιθέτου ἰδανικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ιδανικό
✦ υψηλός σκοπός πνευματικού ή ηθικού χαρακτήρα: η ελευθερία υπήρξε ανέκαθεν ένα από τα ιδανικά του ελληνισμού
✦ σκοπός, επιδίωξη που απαιτεί επίπονη προσπάθεια για να πραγματοποιηθεί: το ιδανικό του είναι να γίνει καθηγητής
Συνώνυμα
ιδεώδες
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–