θώρακας
Προφορά
Ετυμολογία
θώρακας αρχαία ελληνική θώραξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο θώρακας
✦ η κοιλότητα του σώματος των σπονδυλωτών, που περικλείει τους πνεύμονες και την καρδιά
✦ μεταλλικό ή δερμάτινο περίβλημα που προφυλάγει το στήθος και τα νώτα των πολεμιστών
✦ μεταλλικό περίβλημα πλοίων, αυτοκινήτων κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–