θυρωρός


θυρωρός
Προφορά

Ετυμολογία
θυρωρός αρχαία ελληνική θυρωρός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η θυρωρός

✦ ο φύλακας της εξώθυρας, ο πορτιέρης: ο σιωπηλός θυρωρός υποκλίνεται (Γ. Βαφόπουλος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.