θυμόσοφος
Προφορά
Ετυμολογία
θυμόσοφος αρχαία ελληνική θυμόσοφος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θυμόσοφος -η, -ο
✦ ο από ένστικτο σοφός, ο πάντοτε ψύχραιμος, που αντιμετωπίζει ήρεμα τις οποιεσδήποτε καταστάσεις και επιγραμματικά τις χαρακτηρίζει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–