θησαυρός


θησαυρός
Προφορά

Ετυμολογία
θησαυρός αρχαία ελληνική θησαυρός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θησαυρός

✦ αποταμίευση, συσσωρευμένος πλούτος
✦ ο πολύς πλούτος (σε χρήματα ή τιμαλφή)
(μτφ. ) αφθονία αγαθών
(μτφ. ) πολύτιμος άνθρωπος
✦ (φιλολ.) εκτενές, λεπτομερειακό λεξικό
✦ φρ. άνθρακες ο θησαυρός, διαψεύστηκαν οι ελπίδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.