θεός


θεός
Προφορά

Ετυμολογία
θεός αρχαία ελληνική θεός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θεός

✦ κατά τη θρησκευτική σκέψη, άναρχο και αιώνιο πνεύμα που δημιούργησε και κυβερνά τον κόσμο
(μτφ. ) ό,τι λατρεύουμε ή σεβόμαστε υπερβολικά: θαυμάζει πολλούς συγγραφείς, αλλά ο Αισχύλος είναι ο θεός της
✦ φρ. άνθρωπος του Θεού, καλοκάγαθος – από μηχανής θεός, πρόσωπο που ανέλπιστα παρουσιάζεται και δίνει λύση σε δύσκολη κατάσταση – για το Θεό, προς Θεού, ως επίκληση ή παράκληση αποτρεπτική – δεν έχει το Θεό του, είναι αχαρακτήριστος ή αδίστακτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.