θεϊκός


θεϊκός
Προφορά

Ετυμολογία
θεϊκός μεταγενέστερη ελληνική θεϊκός

Ερμηνεία
επίθετο┘ θεϊκός -ή, -ό

✦ ο του θεού, ο από θεού: θέλημα θεϊκό
(μτφ. ) έξοχος, θεσπέσιος: θεϊκή ομορφιά – κατακλυσμός θεϊκού φωτός μπροστά μου (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα
θείος
Αντίθετα

Επιρρήματα
θεϊκά (Κ θεϊκώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.