θεμελιακός
Προφορά
Ετυμολογία
θεμελιακός μεταγενέστερη ελληνική θεμελιακός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θεμελιακός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στα θεμέλια
✦ βασικός, ριζικός: υπάρχουν θεμελιακές διαφορές απόψεων – θεμελιακή αρχή της δημοκρατίας
Συνώνυμα
θεμελιώδης
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–