θαρραλέος
Προφορά
Ετυμολογία
θαρραλέος αρχαία ελληνική θαρραλέος
Ερμηνεία
θαρραλέος
✦ -έα, -έο επίθ. (Κ -έα, -έον) τολμηρός, γενναίος: σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
εύτολμος, ευθαρσής
Αντίθετα
άτολμος, δειλός
Επιρρήματα
θαρραλέα (Κ θαρραλέως)