θαλιδομίδη
Προφορά
Ετυμολογία
θαλιδομίδη └διεθν┘thalidomide• εμπορ. ονομ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θαλιδομίδη
✦ ηρεμιστικό φάρμακο που προκάλεσε τερατογενέσεις: παιδιά της θαλιδομίδης (παιδιά με κακοπλασίες από μητέρες που κατά την κύηση έπαιρναν θαλιδομίδη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–