θίνα
Προφορά
Ετυμολογία
θίνα αρχαία ελληνική θίς, -ινός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θίνα
✦ συνήθ. στον πληθ. θίνες, συσσωρεύσεις άμμου σε παραθαλάσσιες ή ερημικές περιοχές, που οφείλονται στην επενέργεια του ανέμου
✦ φρ. ομηρ. παρά θίν’ αλός, στη αμμουδιά, σε αμμώδη παραλία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–