ηδονισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ηδονισμός ηδονίζομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ηδονισμός
✦ η εντρύφηση στις σαρκικές ηδονές
✦ (φιλοσ.) το δόγμα που θεωρεί την ηδονή ως υπέρτατο αγαθό: θεμελιωτής του ηδονισμού υπήρξε ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–