ηδονικός
Προφορά
Ετυμολογία
ηδονικός αρχαία ελληνική ἡδονικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ηδονικός -ή, -ό
✦ που προκαλεί ηδονή, απολαυστικός: είχα τα χείλη τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης (Κ. Καβάφης)
✦ διεγερτικός των αισθήσεων: όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά (Κ. Καβάφης)
✦ δοσμένος στην ηδονή: τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος
✦ (για πρόσ.) φιλήδονος, ηδονιστής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ηδονικά (Κ ηδονικώς)