ζωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
ζωτικός αρχαία ελληνική ζωτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ζωτικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωή: ζωτική δύναμη – ενέργεια
✦ ζωογόνος, που δίνει ζωή: ζωτική θερμότητα
✦ γεμάτος ζωή, ζωηρός
✦ ουσιαστικός για τη ζωή
✦ ο πρωταρχικής σημασίας: διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ζωτικά (Κ ζωτικώς)