ζυγίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ζυγίζω μεσαιωνική ελληνική ζυγίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ζυγίζω
✦ βρίσκω το βάρος σώματος με τη ζυγαριά
✦ (μτφ. ) κρίνω, εκτιμώ
✦ υπολογίζω εκ των προτέρων τις συνέπειες
✦ ευθυγραμμίζω
✦ (αμτβ.) έχω ορισμένο βάρος
✦ (κ. μτφ.) έχω βαρύτητα, σπουδαιότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–