ζοφερός
Προφορά
Ετυμολογία
ζοφερός αρχαία ελληνική ζοφερός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ζοφερός -ή, -ό
✦ κατασκότεινος: ζοφερή νύχτα
✦ που εμπνέει ανησυχία ή απαισιοδοξία: υπό τις συνθήκες αυτές ζοφερό διαγράφεται το μέλλον της ανθρωπότητας
Συνώνυμα
ζοφώδης, ερεβώδης
Αντίθετα
φωτεινός ,λαμπρός
Επιρρήματα
–