ζιμπελίνα
Προφορά
Ετυμολογία
ζιμπελίνα └αγγλ┘- └γαλλ┘ zibeline
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ζιμπελίνα
✦ μικρό θηλαστικό, είδος κουναβιού που ζει στη Σιβηρία και την Ιαπωνία και θηρεύεται για τη γούνα του
✦ πανωφόρι από τη γούνα αυτού του ζώου: παλτό από ζιμπελίνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–