ζακάρ
Προφορά
Ετυμολογία
ζακάρ └γαλλ┘ Jacquard, κύριο όνομα (του κατασκευαστή)
Ερμηνεία
ζακάρ
✦ άκλ. ουσ. κ. επίθ. η λ. για να χαρακτηρίσει τρόπο ύφανσης ή πλεξίματος με πολύχρωμα νήματα που σχηματίζουν σχέδια: ζακάρ πουλόβερ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–