ζήτημα
Προφορά
Ετυμολογία
ζήτημα αρχαία ελληνική ζήτημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ζήτημα
✦ το αντικείμενο έρευνας, συζητήσεως, λύσεως, υπόθεση, πρόβλημα
✦ φρ. δεν υπάρχει ζήτημα ή δεν είναι ζήτημα, δεν υπάρχει διαφορά σπουδαία, δεν αξίζει τον κόπο να γίνεται συζήτηση
✦ φρ. δημιουργεί ζητήματα, προκαλεί καταστάσεις δύσκολες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–