εφαλτήριο


εφαλτήριο
Προφορά

Ετυμολογία
εφαλτήριο αρχαία ελληνική ἐφάλλομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το εφαλτήριο

✦ όργανο γυμναστικής πάνω στο οποίο ή πάνω από το οποίο πηδούν οι αθλητές
(μτφ. ) γεγονός, ενέργεια ή και πρόσωπο που χρησιμοποιεί κάποιος ως βάση ή στήριγμα για την επίτευξη σκοπού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.