ευσταχιανός
Προφορά
Ετυμολογία
ευσταχιανός από το └αγγλ┘Eustachian (tube), από το όν. του Ιταλού ανατόμου Eustachio Bartolommeo
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ευσταχιανός -ή, -ό
✦ ευσταχιανή σάλπιγγα, σωλήνας που συνδέει το κοίλο του τυμπάνου του αφτιού με το ρινοφάρυγγα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–