ευρύχωρος
Προφορά
Ετυμολογία
ευρύχωρος αρχαία ελληνική εὐρύχωρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ευρύχωρος -η, -ο
✦ πλατύς, που εξασφαλίζει άνετη κίνηση: ευρύχωρο δωμάτιο – η ευρύχωρη αυτή αίθουσα, χτισμένη για πολυάριθμο ακροατήριο, του φαίνεται απέραντη (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
στενόχωρος
Επιρρήματα
ευρύχωρα (Κ ευρυχώρως)