ευκαιριακός


ευκαιριακός
Προφορά

Ετυμολογία
ευκαιριακός ευκαιρία

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευκαιριακός -ή, -ό

✦ περιστασιακός (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.