ευζωία
Προφορά
Ετυμολογία
ευζωία αρχαία ελληνική εὐζωία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ευζωία
✦ υλική ευημερία, καλοζωία, καλοπέραση: αισθάνομαι τριγύρω μου μια πάνδημη ευζωία, μια γενική αφθονία (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
κακοζωία, κακοπέραση
Επιρρήματα
–