ευεργέτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
ευεργέτισσα αρχαία ελληνική εὐεργέτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ευεργέτισσα
✦ θηλ. ευεργέτισσα (Κ -τις, -ιδος) βοηθός, αρωγός
✦ πρόσωπο που προσφέρει σπουδαία υλική αρωγή ή πολύτιμη υπηρεσία: ευεργέτης της ανθρωπότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–