ευδιάγνωστος


ευδιάγνωστος
Προφορά

Ετυμολογία
ευδιάγνωστος μεταγενέστερη ελληνική εὐδιάγνωστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ευδιάγνωστος -η, -ο

✦ αυτός που εύκολα αναγνωρίζεται |(ιατρ.) για νόσο, που εύκολα γίνεται διάγνωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.