εστραγκόν
Προφορά
Ετυμολογία
εστραγκόν └γαλλ┘ estragon
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το εστραγκόν
✦ είδος φυτού του γένους αρτεμισία, του οποίου τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα σε διάφορα φαγητά, σαλάτες και για τον αρωματισμό του ξιδιού και της μουστάρδας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–