εστία
Προφορά
Ετυμολογία
εστία αρχαία ελληνική ἑστία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εστία
✦ τζάκι, παραγώνι, παραστιά
✦ κατοικία, τόπος διαμονής
✦ (μτφ. ) ο τόπος της παραγωγής, της δημιουργίας
✦ κέντρο
✦ κοιτίδα
✦ στις μηχανές, το μέρος όπου καίγεται η καύσιμη ύλη
✦ (φυσ.) το σημείο από όπου εκπέμπονται ακτίνες, ή όπου συγκεντρώνονται οι ακτίνες φωτεινής δέσμης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–