ερωτοπαθής
Προφορά
Ετυμολογία
ερωτοπαθής ερωτοπαθής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ερωτοπαθής
✦ ερωτικό πάθος, έντονη ερωτική επιθυμία
✦ ροπή προς τον έρωτα. ερωτοπαθής
✦ ο κατεχόμενος από ερωτικό πάθος
✦ ερωτομανής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–