ερυθρόδερμος
Προφορά
Ετυμολογία
ερυθρόδερμος ερυθρός + δέρμα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ερυθρόδερμος -η, -ο
✦ που έχει κόκκινο δέρμα
✦ ο, η ερυθρόδερμος ως ουσ., άτομο που ανήκει στην ομώνυμη φυλή των ιθαγενών της Αμερικής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–