επιτηδεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
επιτηδεύομαι αρχαία ελληνική ἐπιτηδεύομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επιτηδεύομαι
✦ καταγίνομαι σε κάτι, επαγγέλλομαι
✦ είμαι επιτήδειος, ασχολούμαι με κάτι με επιδεξιότητα, με υπερβολική επιμέλεια
✦ (κατ’ επέκτ.) προσποιούμαι: επιτηδευμένο ύφος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–