επιμελήτρια
Προφορά
Ετυμολογία
επιμελήτρια αρχαία ελληνική ἐπιμελητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο επιμελήτρια
✦ θηλ. επιμελήτρια πρόσωπο που ασκεί εποπτεία σε συλλογικό έργο για την καλύτερη διεξαγωγή του
✦ επιστημονικός συνεργάτης πανεπιστημιακής σχολής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–