επευφημώ
Προφορά
Ετυμολογία
επευφημώ αρχαία ελληνική ἐπευφημέω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ επευφημώ -είς, -εί
✦ εκφράζω με κραυγές τη συμπάθεια ή την επιδοκιμασία μου, ζητωκραυγάζω: τα πλήθη τον επευφήμησαν ζωηρά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
γιουχάρω, γιουχαΐζω
Επιρρήματα
–