επενδύτρια


επενδύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
επενδύτρια επενδύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο επενδύτρια

✦ θηλ. επενδύτρια αυτός που επενδύει, τοποθετεί κεφάλαια σε επιχείρηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.