εξορία
Προφορά
Ετυμολογία
εξορία αρχαία ελληνική ἐξορία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξορία
✦ αποπομπή και διαβίωση έξω από τα όρια της πατρίδας
✦ εκτοπισμός μέσα στα όρια του κράτους
✦ (συνεκδ.) για τόπο, έρημο και απομακρυσμένο
✦ φρ. (ζει, κατοικεί) στην εξορία του Αδάμ, σε τόπο απομακρυσμένο και αφιλόξενο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–
Γιατ στα Λατινικά exil exsilium δεν γίνεται αναφορά στα όρια;