εξατμιστήρας


εξατμιστήρας
Προφορά

Ετυμολογία
εξατμιστήρας εξατμίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εξατμιστήρας

✦ (τεχνολ.) συσκευή για τη μετατροπή υγρών σε ατμό
✦ συσκευή για την αποβολή ατμού ή άλλων αερίων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.