εξαργυρώσιμος


εξαργυρώσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
εξαργυρώσιμος εξαργυρώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ εξαργυρώσιμος -η, -ο

✦ που μπορεί να ανταλλαχθεί με χρήματα, να εξαργυρωθεί: εξαργυρώσιμες υπηρεσίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.