εξαλλοίωση
Προφορά
Ετυμολογία
εξαλλοίωση μεταγενέστερη ελληνική ἐξαλλοίωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εξαλλοίωση
✦ (για τροφές) η πλήρης αλλοίωση
✦ (γεωλ.) οι χημικές διεργασίες που έχουν ως αποτέλεσμα την αλλοίωση και αποσύνθεση ορυκτών και πετρωμάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–