εξάγγελος
Προφορά
Ετυμολογία
εξάγγελος αρχαία ελληνική ἐξ-άγγελος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εξάγγελος
✦ πληροφορητής, αγγελιαφόρος
✦ (στο αρχαία ελληνική δράμα) πρόσωπο που εμφανίζεται στη σκηνή για να αναγγείλει όσα δεν διαδραματίζονται μπροστά στους θεατές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–