ενσταλάζω


ενσταλάζω
Προφορά

Ετυμολογία
ενσταλάζω αρχαία ελληνική ἐνσταλάζω

Ερμηνεία
ρήμα ενσταλάζω

✦ στάζω μέσα, χύνω κατά σταγόνες
(μτφ. ) δημιουργώ σιγά σιγά ένα συναίσθημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.