ενεργούμενο
Προφορά
Ετυμολογία
ενεργούμενο └ουδ┘ μτχ. μέσ. ενεστ. του ρήματος ενεργώ
Ερμηνεία
ενεργούμενο
✦ ως επίθ. για πρόσ. που χρησιμοποιείται από άλλον ως όργανό του, που εκτελεί τις θελήσεις άλλου χωρίς δική του πρωτοβουλία: οικονομικά προνόμια που αναισχύντως παραχώρησαν κατά καιρούς οι κυβερνήσεις για να τους κάνουν ενεργούμενά τους (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–