ενδιαφέρον
Προφορά
Ετυμολογία
ενδιαφέρον └ουδ┘ της μτχ. ενεστ. του ρήματος ενδιαφέρω
Ερμηνεία
ενδιαφέρον
✦ φροντίδα για κάποιον ή για κάτι
✦ εξαιρετική προσοχή
✦ ό,τι προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση
✦ ερωτική συμπάθεια
✦ συμφέρον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–