εμψυχωτικός


εμψυχωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
εμψυχωτικός εμψυχωτής

Ερμηνεία
επίθετο┘ εμψυχωτικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να εμψυχώνει, ενθαρρυντικός: λόγια εμψυχωτικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εμψυχωτικά (Κ εμψυχωτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.