εμπειρογνώμονας
Προφορά
Ετυμολογία
εμπειρογνώμονας έμπειρος + γνώμων
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η εμπειρογνώμονας
✦ ο ειδικός να εκφέρει γνώμη για ορισμένο ζήτημα λόγω της πείρας του και των γνώσεών του
Συνώνυμα
πραγματογνώμονας
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–