ελπίδα
Προφορά
Ετυμολογία
ελπίδα αρχαία ελληνική ἐλπίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ελπίδα
✦ προσδοκία, αναμονή κάποιου καλού: μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς (Κ. Καβάφης)
✦ ό,τι ελπίζει κανείς ή εκείνο στο οποίο στηρίζει την ελπίδα του: το παιδί αυτό ήταν η ελπίδα των γηρατειών του
✦ φρ. παρ’ ελπίδα, ανέλπιστα, εκεί που δεν το περιμένει κανείς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–