ελκώ


ελκώ
Προφορά

Ετυμολογία
ελκώ αρχαία ελληνική ἑλκόω-ῶ

Ερμηνεία
ελκώ

✦ -οίς, -οί ρ. προξενώ έλκος ή έλκη, πληγιάζω
✦ (μέσ.) ελκούμαι, μεταβάλλομαι σε έλκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.