εκτυπώνω


εκτυπώνω
Προφορά

Ετυμολογία
εκτυπώνω αρχαία ελληνική ἐκτυπόω -ῶ

Ερμηνεία
ρήμα εκτυπώνω

✦ αποτυπώνω κάτι έτσι ώστε να έχει ανάγλυφη (έκτυπη) μορφή
✦ κόβω νόμισμα
✦ τυπώνω, χρησιμοποιώντας μια από τις τυπογραφικές μεθόδους, βιβλία, εικόνα, εφημερίδα κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.