εκτιμώ
Προφορά
Ετυμολογία
εκτιμώ αρχαία ελληνική ἐκτιμάω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκτιμώ -άς, -ά
✦ αναγνωρίζω την αξία: αισθήματα των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα (Κ. Καβάφης)
✦ υπολήπτομαι
✦ σταθμίζω
✦ υπολογίζω αξία, μέγεθος, ποιότητα, ευρύτητα, σημασία κτλ. πραγμάτων, ενεργειών, καταστάσεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–