εκτατός
Προφορά
Ετυμολογία
εκτατός αρχαία ελληνική ἐκτατός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εκτατός -ή, -ό
✦ που επιδέχεται έκταση
✦ ουδ. το εκτατό(ν) ως ουσ., η ιδιότητα των στερεών σωμάτων να υφίστανται μόνιμη αλλοίωση του σχήματός τους με την επίδραση μηχανικών δυνάμεων, χωρίς να καταστρέφεται η συνοχή μεταξύ των μορίων τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–