εκτίμηση
Προφορά
Ετυμολογία
εκτίμηση μεταγενέστερη ελληνική ἐκτίμησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκτίμηση
✦ υπολογισμός αξίας, μεγέθους, ποιότητας, σημασίας: δεν έγινε ακόμα η εκτίμηση των ζημιών
✦ υπόληψη, καλή φήμη: οι συνάδελφοί του τον έχουν σε μεγάλη εκτίμηση
✦ έκφραση τιμής
Συνώνυμα
αποτίμηση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–